- γουλάμιος
- γουλάμιος, ο (Μ)στρατιώτης αραβικού στρατιωτικού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αραβ.) ghulam].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μαγούλιοι — Μαγούλιοι, οἱ (Μ) Μογγόλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γουλάμιος (< αραβ. ghulam), με αντιμετάθεση τών συμφώνων, ή < Μογγόλοι με παρετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ουσ. μάγουλο] … Dictionary of Greek